πεντηκοστολόγος

πεντηκοστολόγος
ὁ, Α
(στην Αθήνα, στη Δήλο και στην Κυπαρισσία) ο εισπράκτορας τού φόρου τής πεντηκοστής, οικονομικός υπάλληλος τής αθηναϊκής πολιτείας που είχε ως έργο την είσπραξη τού φόρου τής πεντηκοστής και την απογραφή τού εισπραττόμενου φόρου σε ιδιαίτερο βιβλίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντηκοστή + -λόγος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πεντηκοστολόγος — collector of the masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεντηκοστολόγοι — πεντηκοστολόγος collector of the masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεντηκοστολόγοις — πεντηκοστολόγος collector of the masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεντηκοστολόγους — πεντηκοστολόγος collector of the masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεντηκοστολόγων — πεντηκοστολόγος collector of the masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεντηκοστολογώ — έω, Α [πεντηκοστολόγος] εισπράττω τον φόρο τής πεντηκοστής …   Dictionary of Greek

  • πεντηκοστολόγιον — τὸ, Α [πεντηκοστολόγος] ο τόπος όπου εισπράττονταν ο φόρος τής πεντηκοστής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”